Η παρουσία μιας ιερής μορφής μέσα στο σπίτι δεν είναι απλώς μια συνήθεια ευλαβείας, αλλά μια βαθιά ψυχολογική και υπαρξιακή πράξη.
Η εικόνα λειτουργεί ως μυστικό καθρέφτισμα της ψυχής· γίνεται το παράθυρο που ανοίγεται από το πεπερασμένο στο άπειρο, από το πρόσκαιρο στο αιώνιο. Δεν είναι το χρώμα, το ξύλο ή το σχήμα που δίνει την δύναμη, αλλά η μνήμη του αοράτου, η βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνος μέσα στο σκοτάδι του κόσμου.
Το καντήλι που καίει μπροστά στην εικόνα δεν φωτίζει απλώς τον χώρο. Είναι ο συμβολισμός της άγρυπνης προσευχής, της φλόγας που αντιστέκεται στην ψυχρότητα του μηδενισμού.
Όσο μικρό και αν φαίνεται, καταθέτει στον χρόνο μια άρνηση του σκότους· μια υπόσχεση ότι η ψυχή παραμένει στραμμένη προς το φώς, έστω και αν γύρω της μαίνεται η αγωνία. Η ταπεινή αυτή φλόγα γίνεται σημείο συνέχειας, ένας διάλογος με το υπερβατικό, που δεν χρειάζεται λέξεις για να υπάρξει.
Η προσευχή, είτε πρωινή είτε νυχτερινή, δεν είναι απλή επανάληψη τυπικών φράσεων. Είναι το βάπτισμα της ημέρας και το σφράγισμα της νύχτας. Ο άνθρωπος που αναπνέει μέσα σε αυτό το ρυθμικό άνοιγμα της καρδιάς καλλιεργεί μέσα του μια εσωτερική αρμονία, μια διάθεση να βλέπει την πραγματικότητα όχι ως χαώδες πεδίο τυχαίων γεγονότων, αλλά ως θεοφάνεια, ως παρουσία νοήματος. Η ψυχολογική του ισορροπία δεν στηρίζεται σε αυταπάτες, αλλά στην εμπειρία μιας σχέσης που τον υπερβαίνει.
Η εικόνα και η προσευχή λειτουργούν ως αντιστάθμισμα στην απομόνωση και την αποξένωση της εποχής. Σε έναν κόσμο όπου η ταχύτητα εξαντλεί και η τεχνολογία αλλοιώνει την ουσία της ανθρώπινης επαφής, η ιερή σιωπή μπροστά στην εικόνα γίνεται πράξη αντίστασης.
Είναι ένας τρόπος να ανακτήσει ο άνθρωπος το βάθος του, να ξαναβρεί τον εσωτερικό του ρυθμό, να θυμηθεί ότι η ύπαρξη του δεν περιορίζεται σε κοινωνικούς ρόλους και επιφανειακές επιδιώξεις.
Η αναφορά στην μεσιτεία μιας μητέρας αποκαλύπτει την ανάγκη του ανθρώπου για στοργή, για προστασία, για έναν τόπο όπου η αδυναμία δεν γίνεται αντικείμενο κριτικής αλλά περιβάλλεται με κατανόηση. Το μητρικό στοιχείο, υψωμένο στο πεδίο του μεταφυσικού, ενσαρκώνει την εμπιστοσύνη ότι ο κόσμος, όσο και αν φαντάζει σκληρός, δεν είναι τελικά εχθρικός. Στο άγγιγμα του υπερβατικού μητρικού βλέμματος ο φόβος μεταμορφώνεται σε ελπίδα και η αγωνία σε προσδοκία.
Η ψυχή που ζει με τέτοια συνείδηση κατακτά μια ιδιαίτερη ελευθερία. Δεν παραδίδεται στην αδιαφορία του θανάτου ούτε τσακίζεται από την τραγικότητα του πεπερασμένου. Γνωρίζει ότι η τελευταία λέξη της ύπαρξης δεν είναι η σιωπή, αλλά η αποκάλυψη ενός ακατάλυτου δεσμού. Έτσι, η καθημερινότητα μεταμορφώνεται: κάθε εργασία γίνεται προσφορά, κάθε δοκιμασία πεδίο ελπίδας, κάθε χαρά γεύση μιας πληρότητας που δεν φθείρεται.
Το αληθινό θαύμα δεν είναι ότι ο κόσμος διασώζεται από εξωτερικές δυνάμεις, αλλά ότι η ανθρώπινη καρδιά, μέσα από την μνήμη της ιερής εικόνας και την φλόγα του καντηλιού, διασώζει το ίδιο το νόημα της ύπαρξης. Στο ταπεινό φώς της προσευχής κρύβεται η βεβαιότητα ότι ακόμη και αν ο κόσμος καταρρεύσει, το πνεύμα δεν θα χαθεί. Διότι όπου υπάρχει αγάπη και προσευχή, εκεί η γη συναντά τον ουρανό και η θνητότητα αγγίζει την αθανασία.
Αλέξανδρος Κούρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου